θρούμπι

θρούμπι
και θρουμπί και θύμπρι, το
κοινή ονομασία του είδους αρτυματικών και αρωματικών φυτών satureia thymbra.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. θρύμβη, με μεταβολή γένους < θύμβρα, με μετάθεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρούμπι, άγριο — Φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική του ονομασία είναι λωτός ο κρητικός. Είναι πολυετής πόα, με άφθονο άσπρο τρίχωμα, ύψος 10 40 εκ. και κίτρινα άνθη. Ο καρπός του είναι κυλινδρικός. Φυτρώνει σε απόκρημνες, βραχώδεις ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • θρούμπα — η 1. ελιά που πέφτει ώριμη από το δέντρο, αλλ. χαμοελιά ή χαμάδα 2. ελιά αρωματισμένη με θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. δρυπεπής «τελείως ώριμος» (δρυπεπείς ελαίαι) < δρύπεπη < δρύππα < δρούππα και με συσχετισμό προς το αρωματικό φυτό… …   Dictionary of Greek

  • τραγορίγανος — η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Α είδος τού φυτού ορίγανο, η θύμβρα*, κν. θρουμπί αρχ. φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» είδος ρίγανης β) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» το θρουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον] …   Dictionary of Greek

  • θρούμπη — η και θρούμπι, το και θρουμπί, το είδος φυτού, θύμβρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Summer savory — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) …   Wikipedia

  • θρύμβη — θρύμβη, ἡ (Α) το φυτό θρούμπι* …   Dictionary of Greek

  • θρύμπος — θρύμπος. ὁ (Μ) το φυτό θρούμπι* …   Dictionary of Greek

  • θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • προβάτειος — α, ο / προβάτειος, εία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ [πρόβατον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, προβατήσιος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβάτειος το φυτό θρούμπι, η θύμβρη* 2. το ουδ. ως ουσ. τό προβάτειον το φυτό αρνόγλωσσο …   Dictionary of Greek

  • σατουρέια — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες ή χειλανθή τής τάξης λαμιώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, από τα οποία 7 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, με γνωστότερο και σημαντικότερο από οικονομκή άποψη το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”